unapproved - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unapproved - translation to ρωσικά

PHARMACEUTICAL PRODUCT THAT SUCCESSFULLY COMPLETED DRUG APPROVAL PROCESS
Approved drugs; Drug approval; Unapproved drug

unapproved      

[ʌnə'pru:vd]

прилагательное

общая лексика

не получивший одобрения

неутверждённый

несанкционированный

Ορισμός

unapproved
¦ adjective not officially sanctioned or accepted.

Βικιπαίδεια

Approved drug

An approved drug is a medicinal preparation that has been validated for a therapeutic use by a ruling authority of a government. This process is usually specific by country, unless specified otherwise.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για unapproved
1. Medicare‘s prescription program is not supposed to cover unapproved drugs.
2. It also would have prohibited unapproved demonstrations at military funerals.
3. Companies making the unapproved products must file for FDA approval, or cease production by Nov. 24.
4. Unapproved drugs, many of which pre–date federal regulation, are a continuing problem for the FDA.
5. Foreigners have staged about a half–dozen small, unapproved protests since the Games opened.
Μετάφραση του &#39unapproved&#39 σε Ρωσικά